- αδιαπόρθμευτος
- -η, -οαυτός που δεν περάστηκε από τη μια όχθη στην άλλη: Εκείνο το βράδυ πολλά αυτοκίνητα έμειναν αδιαπόρθμευτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαπόρθμευτος — η, ο [διαπορθμεύω] αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος … Dictionary of Greek